κουρκούτι

κουρκούτι
το
1. βρασμένος χυλός από αλεύρι.
2. φρ., «Mου κάνανε το κεφάλι κουρκούτι», με παραζάλισαν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κουρκούτι — το και κουρκούτη, η 1. χυλός από αλεύρι και νερό 2. είδος πρόχειρου φαγητού, πολτός που αποτελείται από αλεύρι βρασμένο με νερό 3. φρ. «μού κανες το μυαλό κουρκούτι» μέ παραζάλισες 4. παροιμ. α) «καμαρώνει το κουρκούτι και γυρεύει πρόβειο γάλα»… …   Dictionary of Greek

  • άμυλος — ἄμυλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν αλέστηκε σε μύλο 2. (το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) ὁ ἀμυλος ή τὸ ἄμυλον α) πίτα από λεπτό αλεύρι β) πολτώδες παρασκεύασμα που τρώγεται, κουρκούτι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄμυλον βλ. άμυλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερ. + μύλη… …   Dictionary of Greek

  • αθάρα — ἀθάρα, η μσν. τύπος τής αρχ. ελλ. λ. ἀθάρη, η οποία κατά τον Πλίνιο είναι αιγυπτιακής προέλευσης. Η λ. απαντά ήδη στον Αριστοφάνη (βλ. Πλούτος, 673). Πρόκειται για το χοντροαλεσμένο σιτάρι ή κριθάρι και για τον πηχτό ζωμό, που παρασκευάζεται απ’… …   Dictionary of Greek

  • αλευριά — η [αλεύρι] πολτώδες παρασκεύασμα από αλεύρι και νερό, χυλός, κουρκούτι …   Dictionary of Greek

  • γιαούρτι — Τρόφιμο που παρασκευάζεται από το γάλα, με τη βοήθεια γαλακτοβακίλλων που διασπούν το γαλακτοσάκχαρο και έτσι προκαλούν την πήξη τους. Είναι πλούσιο σε θρεπτική αξία αλλά και σε βιταμίνες του συμπλέγματος Β που σχηματίζονται από τον μεταβολισμό… …   Dictionary of Greek

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτεύω — (συν. στην Κρήτη) 1. τακτοποιώ τα διάφορα οικιακά σκεύη 2. ανασκαλεύω 3. αποβλακώνομαι, ξεμωραίνομαι, ξεκουτιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. συνδέεται με τη λ. κουρκουτερά, ενώ με τις άλλες δύο σημ. προέρχεται πιθ. από τον τ. κουρκούτι] …   Dictionary of Greek

  • κουρκουτιάζω — και κουρκουτιαίνω [κουρκούτι] 1. παραζαλίζομαι 2. αποβλακώνομαι, ξεκουτιάζω, ξεμωραίνομαι …   Dictionary of Greek

  • πλύμα — (I) ατος, το / πλύσμα, ΝΑ [πλύνω] 1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα 2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό | νεοελλ. βρόμικο νερό που προέρχεται συνήθως από πλύσιμο μαγειρικών σκευών 2. νερό μαζί με πίτυρα που δίνεται ως τροφή στους …   Dictionary of Greek

  • πολτός — ο, ΝΑ, πόλτος, Α 1. ουσία ή μάζα μαλακή και υδαρής 2. χυλός, κουρκούτι νεοελλ. 1. (χημ. τεχνολ. τροφ.) αιώρημα, λίγο πολύ μεγάλων τεμαχίων μιας ουσίας σε ένα υγρό έτσι ώστε να σχηματίζεται μια ιξώδης ρευστή μάζα 2. χημ. ονομασία διαλυμάτων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”